Τούτο έγινε αργότερα, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4:4). Εκείνο, όμως, που απεκόμισα γι’ αυτόν τον χαριτωμένο άνθρωπο, στο πρώτο προσκύνημά μου στο Άγιον Όρος, ήταν τα χαρακτηριστικά λόγια ενός συμπροσκυνητού, σήμερα ομοτίμου καθηγητού στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που τον είχε συναντήσει και μου είπε, ότι «η αγάπη του σε διαλύει», κάτι που διεπίστωσα και ο ίδιος αργότερα.
Με αυτόν τον αυθεντικό άνθρωπο του Θεού θα ασχοληθώ με συντομία στην συνέχεια.
Ερωτήσαμε τον Γέροντα σε κάποια επίσκεψή μας για την ελεημοσύνη. Η απάντησή του ήταν κατηγορηματική, ότι πρέπει να ασκούμε την μεγάλη αυτή χριστιανική αρετή, που την συνιστά ο Χριστός, μακαρίζοντας αυτούς που την ασκούν, στην επί του Όρους ομιλία, με αυτά τα λόγια:
«Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. 5:7). Ιδιαιτέρως προέτρεπε να βοηθούμε χήρες, ορφανά, πολυτέκνους και γενικώς ανθρώπους που έχουν μεγάλη ανάγκη.
«Αυτοί», έλεγε, «δεχόμενοι την βοήθεια εύχονται από την καρδιά τους για μας και τους κεκοιμημένους μας, λέγοντας γι’ αυτούς, «Θεός σχωρέσ’ τους, να αγιάσουν τα κόκκαλά τους!» και ο Θεός ακούει τις εκ βαθέων προσευχές τους».
Στην ερώτηση, ότι πολλές φορές μας βασανίζει ο λογισμός, ότι οι ζητούντες μπορεί να είναι απατεώνες ή να χρησιμοποιούν την ελεημοσύνη μας για επιβλαβείς σκοπούς, απαντούσε, ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις καλό είναι εμείς να τηρούμε με διάκριση την εντολή του Χριστού, δίνοντας έστω ένα μικρό ποσό και Εκείνος φροντίζει τα χρήματα να πηγαίνουν εκεί που πρέπει.
Είναι γνωστή η άθλια κατάσταση του κόσμου, που «όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α’ Ιω. 5:19), και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο συνειδητός χριστιανός, εφόσον είναι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7:14). Οι «εχθροί του ανθρώπου», ο διάβολος, που «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πέτρ. 5:8), ο παλαιός άνθρωπος, ο υποδουλωμένος στο φρόνημα της σαρκός, και ο κόσμος, ο υποχείριος στον διάβολο, που προβάλλει ελκυστικά τα θελήματα αυτού, πολεμούν με λύσσα τον χριστιανό, ο οποίος κυριολεκτικά «διαβαίνει εν μέσω παγίδων» (Σοφ. Σειράχ 9:13). Στο αγωνιώδες ερώτημα χριστιανών οικογενειαρχών προς τον Γέροντα, για το τι έπρεπε να κάνουν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις δεινές περιστάσεις, εκείνος έδωσε σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους απαντήσεις, που δείχνουν την διέξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της καθημερινής πραγματικότητος. Στον ένα είπε, ότι θα γλυτώσουμε απ’ όλα αυτά και θα σωθούμε, εάν «γαντζωθούμε στην Εκκλησία μας». Στον δεύτερο απάντησε σε άλλη χρονική στιγμή, σαν επεξήγηση στο παραπάνω· «να εκκλησιάζεσθε, να εξομολογείσθε, να κοινωνάτε και τον μέσο όρο θα τον πιάσετε».
Είναι γνωστή η προτροπή του Μεγάλου Βασιλείου «πρόσεχε σεαυτώ» (PG 31, 217Β) και η ομόθυμος συμβουλή των αγίων Πατέρων για διαρκή αυτοέλεγχο του χριστιανού. Αυτή την παράδοση ακολουθώντας ο Γέροντας Παΐσιος μας συμβούλευε να εξετάζουμε τους εαυτούς μας για να βλέπουμε «πόσων καρατίων χριστιανοί είμαστε».
Μαρτυρείται ομόφωνα από την εκκλησιαστική παράδοση, ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η υπερηφάνεια. Τούτο άλλωστε υπογραμμίζεται από την Αγία Γραφή, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται, ότι «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται» (Παροιμ. 3:34) και «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. 18:14). Με το παρακάτω περιστατικό, που διηγήθηκε ο Γέροντας σε κάποια επίσκεψη, διαπιστώνουμε, ότι η υπερηφάνεια δεν είναι θλιβερό προνόμιο των επισήμων, πλουσίων και εγγραμμάτων μόνον, αλλ’ απαντάται και μεταξύ των πλέον ασήμων, πτωχών και αγραμμάτων ανθρώπων. Τέτοιος ήταν ένας βοσκός, που μια μέρα συζητούσε με τον Γέροντα, τα χρόνια που αυτός ασκήτευε στην Μονή Στομίου, κοντά στην Κόνιτσα. Κατά την διάρκεια της συζητήσεως ο σκύλος του κοπαδιού πλησίασε να φάη το φαγητό του βοσκού, που ήταν μέσα σ’ ένα πιάτο λίγο πιο πέρα. Ο βοσκός αντιλήφθηκε την πρόθεση του σκύλου και με μια γρήγορη και επιδέξια κίνηση σκέπασε το πιάτο και απέτρεψε την ζημιά. Τότε στράφηκε προς τον Γέροντα όλος καμάρι και του είπε: «Είδες, καλόγερε, πόσο έξυπνος είμαι και πώς κατάφερα να σώσω το φαγητό;». Αναφέροντας το περιστατικό αυτό ο Γέροντας επισήμανε τον κίνδυνο της υπερηφάνειας, που διατρέχουμε όλοι, και την ανάγκη να έχουμε εγρήγορση, μετάνοια και ταπείνωση για να αποφεύγουμε τον εκ δεξιών πειρασμό.
Όλους μας απασχολούν οι προσφιλείς κεκοιμημένοι μας, η κατάστασή τους και το τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτούς. Με αυτή την αφορμή ρωτούσαμε σχετικώς τον Γέροντα και ζητούσαμε πειστικές απαντήσεις. Εκείνος με έμφαση μας συμβούλευε να προσευχόμαστε πολύ γι’ αυτούς. «Η προσευχή», έλεγε, «τα μνημόσυνα, οι λειτουργίες, οι ελεημοσύνες ωφελούν πολύ τους κεκοιμημένους». «Μάλιστα», συμπλήρωνε, «να προσεύχεσθε περισσότερο για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες. Γιατί αυτοί από μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν τίποτα πλέον, ενώ εμείς μπορούμε να τους βοηθήσουμε, ελκύοντας με τις προσευχές και τα άλλα μέσα, που αναφέραμε, το έλεος του Θεού, ώστε να βελτιωθεί ή και να αλλάξει η κατάστασή τους, γιατί είναι ακόμη υπό κρίσιν». Και κατέληγε, λέγοντας με τον χαρακτηριστικό του τρόπο:
«Είναι μικρό πράγμα με τις προσευχές μας να βρεθεί ο κεκοιμημένος μας από ένα ανήλιο υπόγειο, σε ένα ευήλιο διαμερισματάκι;». Κάποια φορά, θυμάμαι, που ανέφερε κάτι το συγκλονιστικό σχετικά με τους κεκοιμημένους και την στάση μας απέναντι σ’ αυτούς. Ήταν ένας αυτόχειρας, που έθεσε τέρμα στην ζωή του πέφτοντας σ’ ένα ποταμό από μια γέφυρα. Αυτός ο άνθρωπος, καθώς είπε ο Γέροντας, πέφτοντας μετανόησε, ζήτησε συγχώρηση, έγινε δεκτή η μετάνοιά του και η ψυχή του παρελήφθη από άγγελο Κυρίου. Για να μάθουμε, να μην απελπιζόμαστε, να προσευχόμαστε για τους αδελφούς μας, ζητούντες το έλεος του Θεού και να μη γινόμαστε κριτές των άλλων, σύμφωνα με τον λόγο του αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου «μη προάρπαζε την κρίσιν του Θεού» (PG 78, 377).
Άφησα για το τέλος δύο συμβουλές, που μου έδωσε ο Γέροντας, όταν τον επισκέφθηκα για την τελική επιβεβαίωση του θελήματος του Θεού, ως προς την είσοδό μου στην ιερωσύνη. Ήταν η 1η Νοεμβρίου 1986, κατά την οποία η Εκκλησία τιμά την μνήμη του οσίου Δαβίδ του Γέροντος. Μέσα στο υγρό φθινοπωρινό απόγευμα κατέβαινα με λαχτάρα από τις Καρυές προς το κελλί του Γέροντος, την Παναγούδα. Λίγο πιο κάτω από την μονή Κουτλουμουσίου, δύο σκυλιά έγιναν «συνοδοιπόροι» μου. Προπορεύονταν στο μονοπάτι, το οποίο δεν γνώριζα καλά. Όταν με οδήγησαν μπροστά στην εξώπορτα της αυλής του κελλιού και βγήκε ο Γέροντας για να με υποδεχθεί, τους είπε με νόημα «άντε, πηγαίνετε τώρα». Και εκείνα, σαν καλοί «υποτακτικοί», έφυγαν αμέσως, αφού είχαν εκπληρώσει την αποστολή τους. Αυτή την φορά με δέχθηκε ο Γέροντας μέσα στο κελλί, όπου έκαιγε η ξυλόσομπα. Μετά το «κλασικό» κέρασμα, περάσαμε στο εκκλησάκι του κελλιού. Του ανέφερα τον σκοπό της επισκέψεώς μου και μετά την ανεπιφύλακτη και συγχρόνως συγκλονιστική για μένα απάντησή του «και βέβαια είναι θέλημα Θεού», συζητήσαμε για διάφορα θέματα. Εκεί, μεταξύ των άλλων, μου έδωσε τις παρακάτω συμβουλές, τις οποίες αναφέρω ελπίζοντας, ότι θα βοηθήσουν τους αδελφούς μου, όπως βοήθησαν κι εμένα. Η πρώτη συμβουλή του ήταν: «Μη βάζεις τα προγράμματά σου μπροστά από τα προγράμματα του Θεού».
Ο λόγος του αυτός υπήρξε λυτρωτικός για μένα. Με ελευθέρωσε από το άγχος και την αγωνία. Μου δίδαξε να προτάσσω πάντοτε το θέλημα του Χριστού στην ζωή μου από το δικό μου θέλημα, να ζητώ από τον Χριστό να προπορεύεται καθημερινώς στην ζωή μου και να με κατευθύνει στο κάθε τι. Και είδα μέσα από την καθημερινή πείρα τόσων χρόνων, ότι ο Χριστός ξέρει και μπορεί να κάνη το «κουμάντο» κατά τον άριστο τρόπο, όταν ελεύθερα, αβίαστα και ανεπιφύλακτα τον αγαπούμε, τον εμπιστευόμαστε και του το ζητούμε. Κι όλοι καταλαβαίνουμε την σημασία, που έχει αυτό, ιδιαιτέρως για την διακονία του ποιμένα λογικών προβάτων και για τους πιστούς, που του εμπιστεύθηκε ο Χριστός.
Η δεύτερη συμβουλή του ήταν: «Για ό,τι είσαι, ό,τι έχεις και ό,τι επιτυγχάνεις να ευχαριστείς τον Θεό· ευχαριστώντας τον Θεό, θα συνειδητοποιείς, ότι δεν είναι ιδικά σου κατορθώματα, αλλά είναι δώρα Του και θα ταπεινώνεσαι». Αντιλαμβάνεται κανείς χωρίς πολλά σχόλια την σημασία της υποθήκης αυτής του Γέροντα, που με ένα απλό, αλλά «τετράγωνο» τρόπο, οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτογνωσία και την ισορροπία, μακριά από τα νοσηρά συμπλέγματα μειονεξίας και υπεροψίας, καθώς και από τον θανάσιμο εχθρό του ανθρώπου, την υπερηφάνεια. Τα λόγια αυτά του Γέροντα μου θυμίζουν πάντα αυτό που γράφει ο απόστολος Παύλος «Τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;» (Α’ Κορ. 4:7).
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Χρ. Ευθυμίου
τ. Επίκουρος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.
Αποστολική Διακονία