Άγιον Όρος

Ο Άγιος Παΐσιος και το άγνωστο θαύμα στην Παναγούδα

Άγιος Παΐσιος

Newsletter

   

Το Άγιον Όρος είναι το περιβόλι της Παναγίας και έχει την ευλογία της. Ο Άγιος Παΐσιος από μικρό παιδί νήστευε, όμως το παρακάτω περιστατικό δείχνει πόσο ευλογημένο είναι να τηρεί κάποιος την αλάδωτη νηστεία.

Ο π. Χαράλαμπος Α., εφημέριος Καλλιθέας Κονίτσης, αναφέρει:

«Κάποια χρονιά, μετά την πανήγυρη της Λαύρας, ήρθα έξι ώρες με τα πόδια, για να δω τον Γέροντα Παΐσιο στην “Παναγούδα”. Είχα εικοσιπέντε χρόνια να τον δω.

Τον βρήκα μέσα στο δάσος.

Με γνώρισε αμέσως και το σπουδαίο ήταν ότι μου είπε την ημερομηνία, πότε έγινα διάκονος και πότε πρεσβύτερος. Του λέω:

– Πάτερ, δεν θα κάνουμε αγάπη να φάμε λίγο;

– Έχω, μου λέει.

«Μου έδειξε μια σακούλα νάιλον που μέσα είχε τρείς ντομάτες πολύ μικρές και μιάμιση φρυγανιά.

Σκέφθηκα: “Ετούτα θα φάμε;” Δεν βάσταξα και του είπα:

– Τι να φάμε απ’ αυτά, Γέροντα; Εγώ έχω νηστικός από τα χθες. Εμένα δεν με φθάνουν είκοσι τέτοιες ντομάτες.

«Μου απάντησε:

– Παπα-Χαράλαμπε, θα κάνουμε προσευχή, θα τα ευλογήσεις εσύ και θα περισσέψουν.

«Άνοιξε την σακκούλα, την έσχισε σε σχήμα Σταυρού και την άπλωσε σαν τραπεζομάντηλο.

Μού έβαλε δυο ντομάτες εμένα και μια φρυγανιά, και κείνος κράτησε την μισή φρυγανιά και μια ντομάτα.

Λοιπόν σηκωθήκαμε, κάναμε προσευχή κανονικά και μετά είπε: “Πάτερ άγιε, ευλόγησον”.

Ευλόγησα και φάγαμε. Που πήγε όλη εκείνη η πείνα;

Είχα χορτάσει τελείως.

Σαν να μού είχε βουλώσει κάποιος τον λαιμό. Χόρτασα και δεν μπορούσα να φάω όλη την φρυγανιά, άφησα και λίγο. Ήθελα όλο νερό.

Μου έλεγε ο Γέροντας:

– Φάε, παπα-Χαράλαμπε.

– Τι να φάω, Γέροντα, χόρτασα.

Όλη την ημέρα μετά, όπου πήγα, ούτε να φάω μπορούσα ούτε να κεραστώ. Μόνο “νερό, νερό, νερό” ζητούσα συνέχεια.

Μου έκανε εντύπωση και ύστερα, όταν περπατούσα μόνος μου, έλεγα:

“Τι ευλογία ήταν αυτή!

Όπως ευλόγησε ο Χριστός τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια και χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς γυναίκες και παιδιά. Ευλογία Κυρίου!”».

Από το βιβλίο: Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, – Ιερομονάχου Ισαάκ Άγιον Όρος, 2016 σελ. 562-563