Ἡ θεραπεία τοῦ Μοναχοῦ Ἀθανασίου
Ὁ μοναχὸς Ἀθανάσιος, ὁ ἀποθηκάριος, στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, εὑρισκόμενος κάποτε στὸν Μυλοπόταμο, ἔπαθε ὑδρωπικία. Βλέποντας τὴν κατάστασή του, ὁ Ὅσιος του ὑπέδειξε νὰ μεταβεῖ στὴ Λαύρα γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ τῆς Μονῆς. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, οἱ ἰατροὶ ποὺ τὸν ἐξέτασαν δὲν πίστευαν ὅτι θὰ θεραπευθεῖ.
Τότε ὁ Πατὴρ τὸν λυπήθηκε γιὰ τὴν κατάστασή του καί, ἀφοῦ ἄγγιξε μὲ τὸ χέρι του τὴν κοιλιά, εἶπε «Ὕπαγε τέκνον, οὐδὲν κακὸν ἔχεις». Ἀμέσως μὲ τὸν λόγο ὁ μοναχὸς ἔγινε ὑγιής[16].
Ἡ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στὸν Ὅσιο
Ἡ παράδοσις τῆς Μονῆς διασώζει τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ περιστατικό[17]:
Κατὰ τὸ ἔτος 963, συνέβη λιμὸς στὴν Αὐτοκρατορία, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη ἔλλειψη τροφῶν καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Λαύρας καὶ νὰ ἐξαντλοῦνται τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ τρόφιμα, ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισεν νὰ μεταβεῖ στὶς Καρυὲς γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς γέροντες ἐπὶ τοῦ πρακτέου.
Ἐνῶ λοιπὸν ἐπορεύετο πρὸς τὶς Καρυές, σὲ ἀρκετὴ ἀπόστα σὴ ἀπὸ τὴ Μονή, συναντᾶ μιὰ σεμνοτάτην καὶ ὡραιωτάτην γυναίκα. Ἀπὸ τὴν θέα της ἐταράχθη. Ἀλλὰ πρώτη ἡ γυνὴ ἐρώτα τὸν Ἀθανάσιον «Πόθεν ἔρχεσαι, Ἀθανάσιε, καὶ ποῦ πορεύεσαι;».
Ἔκπληκτος ὁ Ὅσιος ἀπήντησε «Ποία εἶσαι ἐσύ, ἡ ὁποία μοῦ ὁμιλεῖς καὶ γνωρίζεις τὸ ὄνομά μου;».
«Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ προστάτις σου» ἀπα ντᾶ ἐκείνη, καὶ συνεχίζει «Ἀλλ᾿ εἰπέ μοι, διατί ἐγκατέλιπες τὴν Λαύραν, καὶ ποῦ μεταβαίνεις;» Καὶ ὁ Ὅσιος: «Δὲν πιστεύω ὅτι εἶσαι ἡ Κεχαριτωμένη, ἐὰν δὲν ἰδῶ κάποιο σημεῖον».
«Δίκαιον ἔχεις, Ἀθανάσιε· διὰ νὰ πιστεύσεις, ἰδού» ἀπήντησε. «Χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὴν ράβδο σου αὐτὴν τὴν πέτρα ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ θὰ ἰδεῖς εὐθὺς νὰ ἀναβλύζει ἄφθονον καὶ ἀστείρευτον ὕδωρ».
Πεισθεὶς ὁ Ὅσιος, ἐκτύπησε τὴν ἐνώπιόν του πέτρα καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσεν ὕδωρ, καὶ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔκτοτε ὀνομάσθηκε ὕδωρ τοῦ ἁγιάσματος, ἔνθα ἐκτίσθη ναΰδριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Μετὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, προσέπεσε ἐνώπιον τῆς Παναγίας καὶ ἐζήτησε συγγνώμη. Τότε ἡ Παναγία ὑποσχέθηκε στὸν Ὅσιο νὰ ἀναλάβει τὴν τροφοδοσία τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων, καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Λαύρα, καὶ ἔγινε εὐθὺς ἄφαντος.
Ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴ Μονή. Μόλις διέβη τὴν κεντρικὴν πύλη καὶ εἰσῆλθεν στὴν αὐλή, βλέπει ἐνώπιόν του καὶ πάλι τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν πλέον πλήρης τροφίμων.
Δεικνύουσα δὲ ἡ Παναγία τὴν εὐλο γία ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, λέγει στὸν Ὅσιο· «Θέλω, τέκνον μου Ἀθανάσιε, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴν ὁρίσεις ἐσὺ καὶ οἱ διάδοχοί σου Οἰκονόμον εἰς τὴν Μονήν, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ Οἰκονόμισσα τῆς Λαύρας μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων» καὶ ἔγινε πάλι ἄφαντος.
Πράγματι, ὁ Ὅσιος κατόπιν αὐτῶν συνέχισε τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Λαύρας, μέχρι συντελέσεως τῆς ὁποίας ἐπήρκεσεν ἡ εὐλογία ἐκείνη τῶν τροφίμων.
Στὸ σημεῖο ὅπου ἐνεφανίσθη ἡ Πὰ ναγία ἀνηγέρθη ὕστερα, καὶ ὑπάρχει ἕως σήμερον τὸ Προσκυνητάριον τῆς Παναγίας τῆς Οἰκονομίσσης, μετ᾿ ἀκοιμήτου κανδήλας.
Ὁ Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου
Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι: «Κατὰ τὴν ζῶ σὰν καὶ ἀδιάκοπον παράδοσιν τῆς Μονῆς λέγεται ὅτι, ζῶν ὁ Ὅσιος, εἶχεν ἀφήσει ἐντολὴν περὶ μὴ ἐκταφῆς του, ἡ ὁποία καὶ ἐτηρεῖτο ἐπὶ αἰῶνες. Ἀλλά, κατὰ τὴν παράδοσιν ἐπίσης, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος, ὅτε τὸ 1575 μετέτρεψε τὴν Μονὴ ἀπὸ ἰδιορρύθμου εἰς κοινόβιον, ἠθέλησεν ἐξ εὐλαβείας ν᾿ ἀνοίξει τὸν τάφον. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπεισε τοὺς Πατέρας, ἐπεχείρησε μετ᾿ αὐτῶν τὸ ἄνοιγμα τοῦ τάφου. Ὅταν ἐκτύπησαν διὰ τῶν σχετικῶν ἐργαλείων πρὸς διάνοιξιν, ἐξῆλθον ἐκεῖθεν φλόγες πυρός, αἱ ὁποῖαι κατετρόμαξαν τὸν Πατριάρχην καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ὥστε νὰ σταματήσουν πάραυτα τὸ ἐγχείρημα. Οὕτως ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου παραμένει μέχρι σήμερα ἄθικτος, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Πατρός»[18].
Τὰ ὅρια καὶ τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς συγκροτήσεως καὶ ἀκτινοβολίας τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου παριστᾶ τὸ Ἀπολυτίκιο αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν σου κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκάς, ἐχώρησας πανεύφημε, καὶ κατετραυμάτισας, τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας· ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστός σε ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς. Διὸ Πάτερ πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Βιβλιογραφία
1. Παν. Κ. Χρήστου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Θεσσαλονίκη 1987.
- Ν. Σβορώνου, Ἡ σημασία τῆς ἵδρυσης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἐκδόσεις Πανσέληνος.
-
Ὀδ. Λαμψίδη, Μία παραλλαγὴ τῆς βιογραφίας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, Περ. Βυζαντινά, Τόμος 6, Θεσσαλονίκη 1974.
-
J. Noret, Leuren University Pres Sancti Athanasii Athonitae vita α´ καὶ β´.
-
Μον. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἀθῆναι 1975.
-
Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ὁ ἀθωνικὸς μοναχισμός, Ἀθήνα 1992.
-
Παύλου Μον. Λαυριώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἅγιον Ὄρος 2007.
-
G. Schlumberger, Ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκᾶς, Ἀθῆναι 1905.
-
Ph. Meyer, Die Hauptur Kunden fur die Geschighte der Athoski Ster, Leipzig 1894.
-
Παντελεήμονος Μον. Λαυριώτου, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη, Ἀθῆναι 1937.
Σημειώσεις
[1] Π. Κ. Χρήστου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, σελ. 79.
[2] Ν. Σβορώνου, Ἡ σημασία τῆς ἵδρυσης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σελ. 26.
[3] Ὀδ. Λαμψίδη, Μία παραλλαγὴ τῆς βιογραφίας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, σελ. 29.
[4] J. Noret, Sancti Athanasii Athonitae vita β´, σελ. 133.
[5] J. Noret, Sancti Athanasii Athonitae vita α´, σελ. 19.
[6] Μον. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, σελ. 84.
[7] J. Noret, Sancti Athanasii Athonitae vita β´, σελ. 139.
[8] Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ὁ ἀθωνικὸς μοναχισμός, σελ. 203-204.
[9] G. Schlumberger, Ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκᾶς, σελ. 117.
[10] Παύλου Μον. Λαυριώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, σελ. 60.
[11] J. Noret, Sancti Athanasii Athonitae vita β´, σελ. 165.
[12] Παύλου Μον. Λαυριώτου, μν. ἔργ., σελ. 87, 89.
[13] Παύλου Μον. Λαυριώτου, μν. ἔργ., σελ. 95-98.
[14] Ph. Meyer, Die Hauptur Kunden fur die Geschighte der Athoski Ster Leipzig, σελ. 103-140.
[15] Παντελεήμονος Μον. Λαυριώτου, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ὅσιον Ἀθανάσιον τὸν ἐν Ἄθῳ, περ. ”Θεολογία” τόμ. ΙΕ´ Ἀθῆναι 1937.
[16] Παύλου Μον. Λαυριώτου μν. Ἔργ., σελ. 15.
[17] Μον. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, σελ. 103-105.
[18] Μον. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, σελ.231.
Κείμενο: Παῦλος Μοναχὸς Λαυριώτης
Περιέχεται εἰς τὸ περιοδικὸν «Στρατιωτικὴ Ἐπιθεώρηση», τεῦχος Ἰουλίου-Αὐγούστου ἔτους 2008, σελ. 132-145