Η εικόνα ήταν κτήμα μιας ευλαβούς χήρας στη Νίκαια της Βιθυνίας, μπροστά απ’ την οποία έκαιγε ακοίμητη καντήλα, όταν εικονομάχοι στρατιώτες την ανακάλυψαν στο σπίτι της.
Με την υπόσχεση χρημάτων η σώφρων χήρα πήρε μια μέρα παράταση και τη νύχτα, μαζί με το γιό της, έριξε την εικόνα στη θάλασσα. Η εικόνα, θαυματουργικά, μόλις βρέθηκε στο νερό, στάθηκε όρθια και άρχισε να πλέει προς την Ελλάδα, ο δε γιός της χήρας, για να μην τον συλλάβουν, ήρθε στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Άγιον Όρος. Κανείς δεν ξέρει που βρισκόταν 170 χρόνια η εικόνα, απ’ το 829 που έπεσε στη θάλασσα ως το 1004 που βγήκε στη μονή Ιβήρων και να πώς εκτυλίχθηκε το θαυμαστό γεγονός της ανεύρεσης:
Κάθονταν οι άγιοι Γέροντες της μονής των Ιβήρων και μιλούσαν περί σωτηρίας ψυχής, όταν ξαφνικά είδαν μέσα στη θάλασσα ουρανομήκη λάμψη, και θαύμασαν που μπορούσαν κι έβλεπαν ακόμα και τη νύχτα να λάμπει κάτι σαν τον ήλιο. Μαζεύτηκαν όλοι οι Μοναχοί του Όρους και με βάρκες θέλησαν να πάνε στο περίεργο και θαυμαστό σημείο. Μπόρεσαν μόνο να διακρίνουν ότι ήταν μία εικόνα της Θεοτόκου, διότι όσο πλησίαζαν τόσο η εικόνα απομακρυνόταν. Οπότε, συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία και έκαναν θερμή προσευχή στην Παναγία να τους επιτρέψει να πάρουν την Αγία Εικόνα. Πράγματι ο Θεός άκουσε τη δέησή τους και απήντησε με τον εξής τρόπο:
Στα όρια της Μονής των Ιβήρων και προς τις δύσβατες κορυφές των βουνών, τον καιρό εκείνο ασκήτευε ο Μοναχός Γαβριήλ από την Ιβηρία. Ένας απλός, αναχωρητής, που αδιαλείπτως έλεγε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό» και «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η τροφή του ήταν τα βότανα του βουνού και ποτό του το νερό και μέρα-νύχτα μελετούσε τον νόμο του Κυρίου. Με μια λέξη ήταν επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος. Ενώ προσευχόταν, νύσταξε λίγο, έκλεισε τα μάτια του και βλέπει την Κυρία Θεοτόκο με ιδιαίτερη λαμπρότητα να του λέει:
«Πήγαινε στο Μοναστήρι και πες στον ηγούμενο ότι ήρθα για να δώσω την εικόνα μου. Μετά, βάδισε αφόβως επί του ύδατος, για να γνωρίσουν όλοι την αγάπη και πρόνοια που έχω σε αυτη τη Μονη.» Μόλις είπε αυτά η Παναγία, χάθηκε απ’ τα μάτια του Γαβριήλ.
Μετά πήγε στο Μοναστήρι, είπε το νέο και οι Πατέρες με πομπή και Θεομητορικούς ύμνους πήγαν προς την παραλία. Ο Γέρων Γαβριήλ περπάτησε λίγο στη θάλασσα και αμέσως η εικόνα ήρθε στην αγκαλιά του.
Οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και χαρά την υποδέχτηκαν και έκαμαν ολονύκτιες αγρυπνίες και δεήσεις και Λειτουργίες επί τρία μερόνυχτα, για να ευχαριστήσουν τον Θεό και την Παναγία. Την έβαλαν στο ναό της Μονής, αλλά εκείνη έφευγε και στεκόταν πάνω από την πύλη του Μοναστηριού. Αυτό επανελήφθη πολλές φορές, ώσπου ξαναπαρουσιάστηκε η Παναγία στον Γέροντα Γαβριήλ και του λέει:
«Να πεις στους αδελφούς να μην με ενοχλούν στο εξής, διότι δεν ήλθα εδώ για να με φυλάγεται εσείς αλλά δια να σας φυλάγω εγώ και στην παρούσα αλλά και στην μέλλουσα ζωή. Να πεις επίσης σε όλους τους αδελφούς σε αυτό εδώ το Όρος που ζουν με ευλάβεια και αρετή και φόβο Θεού, να ζητούν και να εύχονται την ευσπλαχνία του Υιού μου και Δεσπότου, διότι αυτό το χάρισμα ζήτησα και έλαβα από Αυτόν. Και σας δίνω ετούτο ως σημάδι, όσο θα βλέπετε την Εικόνα μου σε αυτήν εδώ την Μονή το έλεος και η χάρις του Υιού μου δεν θα λείψουν από εσάς» (ε’ 143).
Όταν τα άκουσε αυτά ο ασκητικός και θεοφόρος πατήρ Γαβριήλ, έσπευσε στο Μοναστήρι να τα αναφέρει στον ηγούμενο ο οποίος χάρηκε πολύ. Συνάθροισε την αδελφότητα και αποφάσισαν να κτισθή στην είσοδο της Μονής ειδικό παρεκκλήσιο για την φύλακα και φρουρό της Μονής την θαυματουργό Εικόνα.
Άπειρο είναι το πλήθος των προσκυνητών της, ιδιαίτερα τον Δεκαπενταύγουστο και τη Δευτέρα της Διακαινησίμου, οπότε λιτανεύεται και γιορτάζεται η ανάμνηση της ευρέσεως της με λειτουργία σε παρεκκλήσι της παραλίας, που βρίσκεται στο σημείο ακριβώς που έβγαλε την εικόνα από τη θάλασσα ο Άγιος Γαβριήλ. Στο σημείο ακριβώς εκείνο ανέβρυσε τότε πηγή αγιάσματος, το οποίο ρέει αδιάκοπα μέχρι σήμερα και αγιάζει τους προσερχομένους σ᾽ αυτό με πίστι. Από τότε έχουν γίνει πάρα πολλά θαύματα και έχουν θεραπευθεί πάσης φύσεως ασθενούντες αδελφοί μας.