Advertisements
ΑΠΟΨΕΙΣ

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης: Αποτείχιση από την αίρεση, όχι από την Εκκλησία

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, αρθρώνει λόγο Ορθόδοξο με ένα κείμενο καταπέλτη για όλους όσους προτιμούν να κρύβονται πίσω από το δάκτυλο τους και η λέξη Οικουμενισμός και αποτείχιση - διακοπή μνημοσύνου, είναι λέξεις απαγορευμένες και άγνωστες στο λεξικό τους.
Advertisements

Newsletter

Advertisements
Advertisements

 

Advertisements

 

 

Advertisements

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, αρθρώνει λόγο Ορθόδοξο με ένα κείμενο καταπέλτη για όλους όσους προτιμούν να κρύβονται πίσω από το δάκτυλο τους και η λέξη Οικουμενισμός και αποτείχιση –  διακοπή μνημοσύνου, είναι λέξεις απαγορευμένες και άγνωστες στο λεξικό τους.

1. Απαγορευμένη και επιτρεπόμενη αποτείχιση
Τον τελευταίο καιρό γίνεται συχνά λόγος για «αποτείχιση» και «αποτειχισμέ-νους» πιστούς, με συχνή επίσης και μάλλον σκόπιμη παρανόηση του εννοιολογι-κού περιεχομένου αυτών των λέξεων. Το ουσιαστικό αποτείχισις παράγεται από το ρήμα αποτειχίζω, το οποίο σύμφωνα με τα Λεξικά σημαίνει: οχυρώνω, αποκλείω διά τείχους, εγείρω μεσότοιχον. Επομένως και η λέξη «αποτείχισις» σημαίνει: αποκλεισμός διά τείχους, οχύρωσις. Το δε τείχος που υψώνει κανείς για να αμυνθεί καλείται αποτείχισμα.

Είναι σαφές ότι η χρήση της λέξεως αποτείχιση προϋποθέτει ότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποιος εχθρός, για την προφύλαξη από τον οποίο υψώνει κανείς ένα τείχος. Στην εκκλησιαστική γλώσσα η έννοια αυτή της αποτειχίσεως φραστικά εισάγεται από τον 15ο κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου επί Μ. Φωτίου (861), όπου είναι σαφέστατο και ηλίου φαεινότερο ποιος είναι ο κίνδυνος που επιβάλλει την αποτείχιση. Αυτός είναι η αίρεση και οι αιρετικοί επίσκοποι.

Advertisements

Συγκεκριμένα με τους δύο προηγουμένους κανόνες η Σύνοδος, για να απο-τρέψει την δημιουργία σχισμάτων, τιμωρεί με την αυστηρή ποινή της καθαιρέ-σεως, διά του 13ου τον πρεσβύτερο η διάκονο, ο οποίος διακόπτει την κοινωνία με τον επίσκοπό του και δεν αναφέρει το όνομά του στις διάφορες ευχές των θείων λειτουργιών, πριν να καταδικασθεί ο επίσκοπος από κάποια σύνοδο, «προ συνοδικής διαγνώσεως», επικαλούμενος κάποια δήθεν ατοπήματα, «εγκλήματα», του επισκόπου, δηλαδή όχι θέματα πίστεως αλλά διοικητικές, οικονομικές κ.α. ατασθαλίες. Τα ίδια επαναλαμβάνει και ο 14ος, δηλαδή επιβάλλει την ποινή της καθαιρέσεως στον επίσκοπο τώρα, που για τους ίδιους λόγους διακόπτει την κοινωνία με τον μητροπολίτη του. Ο 15ος κανόνας έχει μία ιδιαιτερότητα: Στο πρώτο του μέρος λέγει τα ίδια και για τον μητροπολίτη, ο οποίος διακόπτει το μνημόσυνο του πατριάρχου, στην δικαιοδοσία του οποίου ανήκει. Στο δεύτερο μισό όμως του κανόνος, όπου εισάγεται και η έννοια της αποτειχίσεως, ο κανών προβαίνει σε μία εξαίρεση, με βάση την οποία ημπορούν οι κληρικοί οποιασδή-ποτε βαθμίδος και αξιώματος να διακόψουν την κοινωνία με τον ιερατικώς προιστάμενό τους και να μη τον μνημονεύουν· αυτό συμβαίνει, όταν ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης η ο πατριάρχης κηρύσσουν και διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», δηλαδή φανερά, απροκάλυπτα, κάποια αίρεση, που την έχουν καταδικάσει Σύνο-δοι και Άγιοι Πατέρες, «παρά των Αγίων Συνόδων η Πατέρων κατεγνωσμένην». Η διακοπή μάλιστα αυτή της κοινωνίας και της αναφοράς του ονόματος του επισκόπου, μητροπολίτου, πατριάρχου γίνεται και πριν ασχοληθεί με το θέμα κάποια σύνοδος, δηλαδή και «προ συνοδικής διαγνώσεως».

Το σημαντικό είναι ότι αυτοί που αποτειχίζουν τους εαυτούς των από τέτοιους δήθεν επισκόπους, που κηρύσσουν αίρεση, όχι μόνο δεν υπόκεινται στις ποινές που επιβάλλουν οι προηγούμενοι κανόνες, δηλαδή στην ποινή της καθαιρέσεως, αλλά πρέπει επί πλέον να τιμώνται με την πρέπουσα τιμή από τους Ορθοδόξους, διότι αποτειχίσθηκαν, δηλαδή χωρίσθηκαν με το τείχος της αληθείας, όχι από επισκόπους, αλλά από ψευδεπισκόπους και διότι όχι μόνο δεν προκαλούν σχίσμα και διαιρέσεις, αλλά σπεύδουν, επείγονται να γλυτώσουν την Εκκλησία από σχι-σματα και διαιρέσεις που προκαλούν οι ψευδοεπίσκοποι. Παραθέτουμε το ακρι-βες κείμενο του κανόνος, το οποίο δυστυχώς δεν προσέχουν πολλοί και ομιλούν από κοιλίας, πρόχειρα, και αβασάνιστα και κατόπιν θα σχολιάσουμε κάποια σημεία του, ώστε να αποσαφηνισθεί η έννοια της αποτειχίσεως, ιδιαίτερα το από ποιόν, από ποιους αποτειχίζεται κανείς, ποιος είναι ο κίνδυνος, ο εχθρός, για την απόκρουση του οποίου υψώνει κανείς το τείχος, ώστε να αμυνθεί και να παρεμποδίσει την προέλαση και την εξάπλωσή του. Τι προκύπτει από το κείμενο; Αποτειχίζεται κανείς από την Εκκλησία η από την αίρεση, από αληθινούς επι-σκόπους η ψευδεπισκόπους; Ας ξαναδιαβάσουμε προσεκτικά το κείμενο του 15ου κανόνος, που παραθέτουμε αμέσως:

«Τα ορισθέντα περί Πρεσβυτέρων και Επισκόπων και Μητροπολιτών, πολλώ μάλλον επί Πατριαρχών αρμόζει. Ώστε ει τις Πρεσβύτερος, ή Επίσκοπος, ή Μη-τροπολίτης τολμήσοι αποστήναι της προς τον οικείον Πατριάρχην κοινωνίας, και μη αναφέροι το όνομα αυτού, κατά το ωρισμένον και τεταγμένον, εν τη θεία Μυσταγωγία, αλλά προ εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τούτον ώρισεν η αγία Σύνοδος πάσης ιερατείας παντελώς αλλό-τριον είναι, ει μόνον ελεγχθείη τούτο παρανομήσας. Και ταύτα μεν εσφράγισταί τε και ώρισται περί των προφάσει τινών εγκλημάτων των οικείων αφισταμένων προέδρων, και σχίσμα ποιούντων, και την ένωσιν της Εκκλησίας διασπώντων. Οι γαρ δι᾽ αίρεσίν τινα παρά των αγίων Συνόδων, ή Πατέρων, κατεγνωσμένην, της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ᾽ Εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται προ συνοδικής δια-γνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον Επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζον-τες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται. Ου γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, και ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι».

2. Γιατί θεσπίσθηκε ο 15ος Κανών;
Αυτό που ενδιέφερε τους Πατέρες της Πρωτοδευτέρας Συνόδου την περίοδο που συνεκλήθη ήταν να αποτρέψουν την δημιουργία σχισμάτων στο σώμα της Εκκλησίας. Είχε προηγηθή η εμφάνιση των μεγάλων αιρέσεων με τελευταία αυτή της Εικονομαχίας, που πρόσφατα είχε καταδικασθή και ηττηθή με την αναστήλω-ση των εικόνων (843), και η Εκκλησία είχε θριαμβεύσει. Δεν θα ήθελαν λοιπόν νέες διαιρέσεις και αναστατώσεις. Προέβλεπαν ότι, επειδή ο Διάβολος δεν μπο-ρεσε με τις αιρέσεις να διασπάσει την ενότητα της Εκκλησίας, θα επιχειρούσε τώρα να την πλήξει με την δημιουργία σχισμάτων, προβάλλοντας διοικητικά, οικονομικά και άλλα σκάνδαλα εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Το λέγει σαφώς η Σύνοδος στην αρχή του 13ου Κανόνος: «Τας των αιρετικών ζιζανίων επισποράς εν τη του Χριστού Εκκλησία ο παμπόνηρος καταβαλών, και ταύτας ορών τη μαχαίρα, του Πνεύματος εκτεμνομένας προρρίζους, εφ᾽ ετέραν ήλθε μεθοδείας οδόν, τη των σχισματικών μανία το Χριστού Σώμα, μερίζειν επιχειρών». Νομοθετεί λοιπόν, όπως προείπαμε, με τους τρεις κανόνες (13, 14 και 15) ότι όποιοι κληρικοί στρέφονται εναντίον του επισκόπου, του μητροπολίτου και του πατριάρχου επικαλούμενοι διάφορα ατοπήματα, «εγκλήματα», και διακόπτουν την κοινωνία μαζί του ως και την μνημόνευση του ονόματός του στις ιερές ακο-λουθίες, πριν να υπάρξει μάλιστα συνοδική απόφαση και καταδίκη, αυτοί πρέπει να καθαιρούνται. Στις περιπτώσεις αυτές απαγορεύεται η διακοπή μνημοσύνου, η αποτείχιση.

Για να μη θεωρηθεί όμως ότι η διακοπή μνημοσύνου, η αποτείχιση, απαγο-ρεύεται παντελώς, ότι είναι κάτι που δεν πρέπει ούτε να συζητείται ούτε να ενθαρρύνεται, και επειδή η αίρεση, ως προσβολή της πίστεως, των δογμάτων, είναι χειρότερο κακό, μεγαλύτερος κίνδυνος για την ενότητα της Εκκλησίας από το σχίσμα, γι᾽ αυτό οι Πατέρες της Συνόδου στο δεύτερο μισό του 15ου Κανόνος ορίζουν και θεσπίζουν ότι όσα προηγουμένως ορίσθηκαν, η μη διακοπή δηλαδή μνημοσύνου, δεν ισχύουν στην περίπτωση που ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης, ο πατριάρχης κηρύσσουν αίρεση. Στην περίπτωση αυτή πρέπει αμέσως και «προ συνοδικής διαγνώσεως» να αποτειχισθούμε, να υψώσουμε τείχος άμυνας, να απο-κλείσουμε την αίρεση, να οχυρωθούμε. Υπάρχει, λοιπόν καμμία αμφιβολία ότι η αποτείχιση είναι αποτείχιση από την αίρεση και όχι από την Εκκλησία, από τους ψευδεπισκόπους και όχι από τους αληθινούς επισκόπους; Τόσο πολύ έχασαν τα μυαλά τους από την θολούρα του Συγκρητισμού και του Οικουμενισμού κάποιοι επίσκοποι και θεολόγοι, οι οποίοι είτε από αγραμματοσύνη θεολογική είτε σκο-πιμα, ως στρατευμένοι στον Οικουμενισμό, εκφοβίζουν και τρομοκρατούν τους κληρικούς και τους πιστούς πως δήθεν η διακοπή μνημοσύνου σε βγάζει εκτός της Εκκλησίας και σε οδηγεί σε σχίσμα; Δεν λέγει ο κανόνας ότι οι διακόπτοντες το μνημόσυνο, όχι μόνο δεν υπόκεινται στην ποινή της καθαιρέσεως, αλλά πρέπει και να τιμώνται, γιατί δεν χωρίσθηκαν από επισκόπους, αλλά από ψευδεπι-σκόπους, ούτε προκάλεσαν σχίσμα, αλλά προφυλάσσουν την Εκκλησία από τα σχίσματα; Θα αφήσουμε λοιπόν τους αιρετικούς οικουμενιστάς να μας τρομοκρα-τούν με τον δήθεν κίνδυνο σχίσματος και μένοντας ενωμένοι μαζί τους θα είμαστε μέσα στην Εκκλησία; Τότε και με τους Παπικούς, τους Προτεστάντες, τους Μονοφυσίτες ενωμένοι είμαστε μέσα στην Εκκλησία.

3. Λανθασμένη η θέση: «Εμείς μένουμε στην Εκκλησία, δεν φεύγουμε». Ποιοί φεύγουν;
Προκαλεί εντύπωση ότι και πρόσωπα, κατά τα άλλα ορθοδόξου φρονήματος, και μάλιστα λόγιοι επίσκοποι, πρεσβύτεροι και καθηγηταί εκλαμβάνουν την απο-τείχιση κακώς ως χωρισμό από την Εκκλησία και όχι από την αίρεση και τους ψευδοεπισκόπους· ισχυρίζονται και γράφουν και κηρύσσουν ότι εμείς μένουμε μέσα στην εκκλησία, δεν αποτειχιζόμαστε, δίνουμε τον αγώνα μέσα στην εκκλησία. Γίνονται έτσι καλοί συνεργάτες και βοηθοί των αιρετικών ψευδεπισκόπων, διότι δεν αφήνουν να υψωθεί το τείχος της διακοπής της κοινωνίας και του μνημοσύνου, με συνέπεια η αίρεση του Οικουμενισμού επί δεκαετίες τώρα να προελαύνει ακάθεκτα, να καταλαμβάνει πρόσωπα και θεσμούς, συνόδους, ιεραρχίες, ιεράρχες, θεολογικές σχολές, και εμείς οι Ορθόδοξοι ως ελεύθεροι σκοπευτές να ρίχνουμε μερικές τουφεκιές απέναντι ενός εχθρού και ενός κινδύνου με ασύγκριτη υπεροπλία και ασύμμετρη απειλή. Αυτό όμως δεν κάνουμε τόσα χρόνια αναβάλλοντας την κατασκευή του τείχους;

Και δεν πρέπει τώρα βλέποντας ότι ο εχθρός κατέλαβε ακόμη και το τελευταίο θεσμικό προπύργιο που διαθέτουμε, το συνοδικό σύστημα με την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, να βελτιώσουμε την στρατηγική μας, να προσαρμόσουμε τα επιτελικά μας σχέδια, να χρησιμοποιήσουμε τον οπλισμό που μας προμήθευσαν με Αγιοπνευματικές αποφάσεις οι Άγιοι Πατέρες; Από το κάστρο της ψευδοσυν-όδου εξαπολύονται μύδροι και απειλές, υποδουλώνονται στον Οικουμενισμό και στην Πανθρησκεία διαρκώς περισσότεροι, αυξάνουν οι συμπροσευχές και οι οικουμενιστικές φιέστες, θρασύτατα επισκοπίδια και θεολογίσκοι διαστρεβλώ-νουν και παραμορφώνουν τον λόγο της αληθείας και ως άγρια θηρία τον κατασπαράσσουν, όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος[1], και εμείς προβλη-ματιζόμαστε ακόμη που είναι η Εκκλησία, αν είμαστε μέσα στην Εκκλησία μένοντας με τους αιρετικούς η αν φεύγουμε από την Εκκλησία χωριζόμενοι από αυτούς; Δεν είναι κατασταλαγμένο εκκλησιολογικό αξίωμα ότι η Εκκλησία βρίσκεται εκεί που υπάρχει η αλήθεια, και όχι εκεί που υπάρχουν επίσκοποι, και πατριάρχες αιρετικοί;

 

4. Το παράδειγμα του Αγίου Μαξίμου και του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
Θα παραθέσω δύο μόνο μαρτυρίες επιφανών Αγίων, Πατέρων, Διδασκάλων και Ομολογητών, για να φανεί που είναι η Εκκλησία και ποιοί φεύγουν από την Εκκλησία, ώστε οι μεν αιρετίζοντες Οικουμενισταί να κλείσουν τα απύλωτά τους στόματα και την τρομοκράτηση των αγνοούντων με το φόβητρο του σχίσματος, οι δε ημέτεροι οπαδοί της σιγής και του εφησυχασμού να σκεφθούν καλύτερα και να ενεργήσουν τολμηρότερα και πατερικώτερα, να φοβούνται όχι την απομόνωση από τους ανθρώπους, αλλά την απομόνωση από τον Θεό και τους Αγίους. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τον 7ο αιώνα, απλός μοναχός, αλλά λόγω της τεράστιας μόρφωσης και του θεικού φωτισμού υπεροχώτερος και υψηλότερος πολλών πατριαρχών και επισκόπων[2], εσήκωσε σχεδόν μόνος το βάρος της αντίδρασης απέναντι στην αίρεση του Μονοθελητισμού, η οποία είχε καταλάβει όλα τα πατριαρχεία, για κάποιο διάστημα και την Εκκλησία της Ρώμης, όπως τώρα η παναίρεση του Οικουμενισμού έχει καταλάβει την πλειονότητα των τοπικών εκκλησιών με συνοδική του κατοχύρωση στην ψευδοσύνοδο της Κρήτης.

Ακόμη και οι αυτοκράτορες είχαν πεισθή ότι για να επικρατήσει ειρήνη και ενότητα και στην Εκκλησία και στο κράτος έπρεπε να παύσει να αντιδρά ο Άγιος Μάξιμος, την θεολογική γραμμή του οποίου ακολουθούσε μεγάλο μέρος του εκκλησιαστικού πληρώματος. Έπρεπε είτε με την πειθώ είτε με την βία να δεχθεί το συμβιβαστικό και διπλωματικό κείμενο του «Τύπου», όπως ονομάσθηκε το έγγραφο που ετοίμασαν οι θεολόγοι του αυτοκράτορος Κώνσταντος Β´, εγγονού του Ηρακλείου, στις αυλές των ανακτόρων και του Πατριαρχείου, σαν τα διπλωματικά κείμενα που ετοίμασε η ψευδοσύνοδος της Κρήτης, για να ενωθούμε τώρα όχι με μία αίρεση αλλά συλλήβδην με όλους τους αιρετικούς. Οι επίσκοποι της τότε διπλωματικής θεολογίας σταλμένοι από τον πατριάρχη στον τόπο φυλακίσεως του Αγίου Μαξίμου προσπαθούσαν να τον εκφοβίσουν ότι με την άκαμπτη και ανυποχώρητη στάση του απέναντι σε ο,τι αποφάσισαν όλες οι τοπικές εκκλησίες, με την διακοπή κοινωνίας, βγάζει τον εαυτό του εκτός Εκκλησίας, φεύγει από την Εκκλησία. Είναι παραδειγματική και καθοδηγητική διαχρονικά η απάντηση του Μεγάλου Θεολόγου και Ομολογητού. Η Εκκλησία δεν βρίσκεται εκεί που βρίσκονται αυτοί οι οποίοι την διοικούν, οι πατριάρχες, οι επίσκοποι, οι σύνοδοι, αλλά εκεί που υπάρχει η σωτήρια ομολογία της πίστεως. Τις συνόδους δεν τις νομιμοποιεί ο συγκαλών και οι συγκαλούμενοι, αλλά «η των δογμάτων ορθότης».

 Παραθέτουμε το ηρωικό ομολογητικό κείμενο:

«Έφασκον δ᾽ οι αφιγμένοι προς του πατριάρχου εστάλθαι· οι και ταύτα, ως είχον, προύτειναν τω αγίω· “Ποίας ει, φασίν, ω ούτος, Εκκλησίας;”. Αυτοίς γαρ τοις εκείνων χρήσομαι ρήμασι· “Βυζαντίου, Ρώμης, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων; Ιδού πάσαι μετά των υπ᾽ αυτάς επαρχιών ηνώθησαν. Ει τοίνυν ει της Καθολικής και αυτός Εκκλησίας, ενώθητι, μήπως ξένην οδόν τω βίω καινοτομών, πάθης άπερ ου προσδοκάς”. Προς ούς ο μακάριος πως αν είποις επικαίρως και συνετώς αποκρίνεται: “Καθολικήν Εκκλησίαν, την ορθήν και σωτήριον της πίστεως ομολογίαν, ο Κύριος είναι ειπών, επί τούτω και Πέτρον καλώς ομολογήσαντα, εμακάρισεν”»[3]. Σε άλλο σημείο της ανακρίσεως, λόγου γενομένου περί συνόδων και περί της κανονικής η μη κανονικής συγκλήσεώς τους, ο Άγιος Μάξιμος έθεσε το ουσιαστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μία σύνοδος ορθόδοξη. Είπε ότι ο ευσεβής κανόνας της Εκκλησίας θεωρεί άγιες και έγκυρες συνόδους εκείνες που χαρακτηρίζονται από την ορθότητα των δογμάτων: «Εκείνας οίδεν αγίας και εγκρίτους συνόδους ο ευσεβής της Εκκλησίας κανών ας ορθότης δογμάτων έκρινεν»[4]. Στην κατηγορία ότι με τη στάση του προκαλεί σχίσμα, όπως κατηγορούν και εμάς τώρα, όσους απορρίπτουμε την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, απήντησε λέγοντας με ερωτηματικό λόγο: «Αν αυτός που λέγει όσα διδάσκουν η Αγία Γραφή και οι Πατέρες σχίζει την Εκκλησία, τι θα αποδειχθεί ότι διαπράττει εις βάρος της Εκκλησίας αυτός που αναιρεί τα δόγματα των Αγίων, άνευ των οποίων δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η ίδια η Εκκλησία;»[5].

Στην ίδια γραμμή βαδίζει μετά από επτά αιώνες, τον 14ο αιώνα, ο μεγάλος Ησυχαστής και Ομολογητής, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο ασυγκρίτως μεγαλύτερος θεολόγος της δεύτερης χιλιετίας. Με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, χωρίς τις φράγκικες δυτικές ψευτοευγένειες, επικρίνει ως ψεύτη τον πατριάρχη Αντιοχείας Ιγνάτιο, ο οποίος έγραψε ένα γράμμα προς τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, όπου επιβεβαίωνε την αντίθεσή του προς τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, γεμάτο από ανακρίβειες και ψεύδη. Στο γράμμα του ο πατριάρχης Ιγνάτιος αναχωρώντας από την Κωνσταντινούπολη έγραφε ότι επιστρέφει στην εκκλησία του, στην Αντιόχεια, την οποία έλαβε ως κλήρο με τη Χάρη του Χριστού, όπως νομίζουν και ισχυρίζονται και σήμερα όσοι καταλαμβάνουν επισκοπικούς, αρχιεπισκοπικούς και πατριαρχικούς θρόνους. Έγραφε: «Απέρχεται η μετριότης ημών εις την εκκλησίαν αυτής, ην Χριστού Χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Θυμωμένος ο Άγιος Γρηγόριος για την υποστήριξη του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και τις εναντίον του αβάσιμες και αθεολόγητες κατηγορίες, διερωτάται κατ᾽ αρχήν ποια σχέση, ποια μερίδα στην Εκκλησία, ποια διαδοχή και κληρονομιά στην Χάρη του Χριστού μπορεί να έχει αυτός «ο συνήγορος του ψεύδους», διαδοχή στην Εκκλησία, που είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας», και που διαμένει διηνεκώς ασφαλής και ακράδαντη, στηριγμένη σταθερά πάνω σε εκείνα που έχει στηριχθή η αλήθεια.

Αποφθεγμα-τικά λέγει στον αιρετίζοντα πατριάρχη ότι είναι ξένος προς την Εκκλησία, εκτός Εκκλησίας, διότι «οι της Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί· και οι μη της αληθείας όντες ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισί». Η Εκκλησία βρίσκεται εκεί που είναι η αλήθεια· όσοι δεν είναι με την αλήθεια είναι εκτός Εκκλησίας. Διαψεύδουν λοιπόν τους εαυτούς τους, λέγουν ψέμματα, όσοι αποκαλούν τους εαυτούς των και αλληλοεπικαλούνται ποιμένες και αρχιποιμένες, όταν δεν ορθοδοξούν. Γιατί ο Χριστιανισμός δεν λαμβάνει υπ᾽ όψιν τα πρόσωπα αλλά την αλήθεια και την ακρίβεια της πίστεως: «Μηδέ γαρ προσώποις τον Χριστιανισμόν, αλλ᾽ αληθεία και ακριβεία πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»[6].
Δεν είναι παραδειγματική και καθοδηγητική η παρρησία, η τόλμη, η σταθερή και ανυποχώρητη στάση ενός απλού μοναχού του Αγίου Μαξίμου, και ενός απλού παπά, του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, πριν γίνει μητροπολίτης Θεσσαλονί-κης, απέναντι στην πανίσχυρη εκκλησιαστική και πολιτική ηγεσία; Αμφέβαλλαν καθόλου για το που βρίσκεται η Εκκλησία, για το ποιος φεύγει από την Εκκλη-σία και ποιος προκαλεί σχίσματα; Δεν επίστευαν ότι οι αιρετικοί φεύγουν από την Εκκλησία, την οποία μπορεί να εκφράσει, να εκπροσωπήσει ακόμη και ένας μοναχός, ακόμη και ένας παπάς, όταν εκφράζουν και εκπροσωπούν την Αλήθεια;

 

5. Σταθερή, συνεπής και αξιόπιστη η θέση των αγωνιζομένων
Η κατ᾽ οικονομίαν αναβολή επί μερικά έτη της διακοπής του μνημοσύνου, με στόχο την ενημέρωση των ακατήχητων και αγνοούντων Ορθοδόξων πιστών, δεν σημαίνει ότι θα ακυρώσουμε την ακρίβεια αυτών που η Παράδοση της Εκκλησίας και οι Ιεροί Κανόνες διδάσκουν. Ήδη στα Πορίσματα του μεγάλου Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου που οργάνωσαν στην Θεσσαλονίκη το 2004 το «Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας», της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και η «Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών» γράφαμε:
«Να διατρανωθεί προς τις εκκλησιαστικές ηγεσίες ότι σε περίπτωση που εξα-κολουθήσουν να συμμετέχουν και να ενισχύουν την παναίρεση του Οικουμενι-σμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ο επιβεβλημένος σωτήριος, κανονι-κος και αγιοπατερικός δρόμος των πιστών, κληρικών και λαικών, είναι η ακοινω-νησία, η διακοπή δηλαδή του μνημοσύνου των επισκόπων, οι οποίοι καθίστανται συνυπεύθυνοι και συγκοινωνοί της αιρέσεως και της πλάνης. Δεν πρόκειται περί σχίσματος, αλλά περί θεαρέστου ομολο­γίας, όπως το έπραξαν παλαιοί Πατέρες, αλλά και στις ημέρες μας ομολογηταί επίσκο­ποι, μεταξύ των οποίων ο γεραρός και σεβαστός μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αυγουστίνος, και το Άγιον Όρος»[7].

Και στην ιστορική «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού» που συνετά-γη και εκυκλοφορήθη το 2009 από την «Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μο-ναχών», υπογραφείσα από πλειάδα αρχιερέων, εκατοντάδες κληρικών και μοναχών και χιλιάδες πιστών γράψαμε:
«Αυτήν την παναίρεση (=του Οικουμενισμού) έχουν αποδεχθή εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαικοί. Την διδάσκουν “γυμνή τη κεφαλή”, την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντες ουσιαστικώς εαυ-τους εκτός Εκκλησίας. Η στάση μας εκ των συνοδικών κανονικών αποφάσεων και εκ του παραδείγματος των Αγίων είναι προφανής. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του»[8].

 

6. Αντί του «αποτείχιση» καλύτερα να χρησιμοποιούμε τον όρο «διακοπή μνημοσύνου»
Έχει αποδειχθή ότι ο όρος «αποτείχιση», ενώ είναι ορθός και κανονικός, δημιουργεί παρεξηγήσεις και δίνει λαβή στους κακοπροαίρετους να του δίνουν εννοιολογικές προεκτάσεις τις οποίες δεν έχει. Πάντως και μέσα στον κανόνα το εννοιολογικό κύριο βάρος πέφτει στην διακοπή της κοινωνίας, του μνημοσύνου, που είναι περιορισμένη και ξεκάθαρη εννοιολογικά και δεν επιτρέπει παρερμη-νείες και προεκτάσεις. Η έννοια του τείχους επιτρέπει π.χ. στους οικουμενιστάς να ισχυρίζονται ότι υψώνεται τείχος που χωρίζει από την Εκκλησία, ενώ, όπως δείξαμε, το τείχος υψώνεται για να μας χωρίσει από την αίρεση και τους ψευδεπισκόπους. Γι᾽ αυτό και η χρήση του όρου «αποτείχιση» δεν απαντάται σε θεολογικά λεξικά και πίνακες εννοιών στα σχετικά θεολογικά και νομοκανονικά έργα. Είναι σχετικώς νεώτερη η χρήση του, και πρέπει αντί αυτού να χρησιμο-ποιείται ο όρος «Διακοπή κοινωνίας» και καλύτερα «Διακοπή μνημοσύνου». Στο Άγιον Όρος μετά την ημερολογιακή μεταρρύθμιση και την διακοπή του μνημο-σύνου όσων εδέχθησαν το Νέο Ημερολόγιο, η διάκριση δεν γινόταν μεταξύ «αποτειχισμένων» και «μη αποτειχισμένων» αλλά μεταξύ «μη μνημονευόντων» και «μνημονευόντων». Το «μνημονεύοντες» και «μη μνημονεύοντες» ταιριάζει και σήμερα και δυσκολεύει όσους θέλουν να παρουσιάσουν τους «μη μνημονεύ-οντες» ως σχισματικούς, διότι αυτοί δεν προβαίνουν σε καμμία σχισματική ενέργεια, απλώς δεν μνημονεύουν τους αιρετικούς η αιρετίζοντες επισκόπους.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1]. Λόγος 28ος, Θεολογικός 2ος, 2, ΕΠΕ. 4, 3G: «Ει δε τις θηρίον εστί πονηρόν και ανήμερον και ανεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας και θεολογίας, μη εμφωλευέτω ταίς ύλαις κακούργως και κακοήθως, ίνα τινός λάβηται δόγματος η ρήματος, αθρόως προσπηδήσαν, και σπαράξη τους υγιαίνοντας λόγους ταίς επηρείαις, αλλ᾽ έτι πόρρωθεν στηκέτω και αποχωρείτω του όρους, η λιθοβοληθήσεται και συντριβήσεται και απολείται κακώς κακάς».
[2]. Εις τον βίον και την άθλησιν του οσίου πατρός ημών και ομολογητού Μαξίμου, 14, PG 90, 81-84: «Διά τούτο παντί τρόπω εκείνους παρέθηγε· συνεκρότει, λόγοις ήλειφε προς ανδρείαν, γενναιοτέρου ενεπίπλα φρονήματος. Ει γαρ και τω θρόνω υπερείχον, αλλά την γε σοφίαν και σύνεσίν, ελάττους ήσαν και αποδέοντες· ίνα μη την άλλην αρετήν λέγω και την εν άπασι του ανδρός εύκλειαν. Όθεν και λόγοις τε ήσαν τοις εκείνου υπείκοντες και παραινέσεσιν άλλαις και συμβουλαίς ούτω πολύ το ωφέλιμον εχούσαις, αναντιρρήτως πειθόμενοι».
[3]. Αυτόθι, 24, PG 90, 93.
[4]. Εξήγησις της κινήσεως, γενομένης μεταξύ του κυρού αββά Μαξίμου και των συν αυτώ και των αρχόντων επί σεκρέτου 12, PG 90, 148.
[5]. Αυτόθι 5, PG 90, 117: «Ταύτα αυτού λέγοντος κράζει ο Μηνάς· «Ταύτα λέγων έσχισας την Εκκλησίαν». Και λέγει προς αυτόν· «Ει ο λέγων τα των Αγίων Γραφών και τα των Αγίων Πατέρων σχίζει την Εκκλησίαν, ο αναιρών τα των Αγίων δόγματα, τι δειχθήσεται τη Εκκλησία ποιων, ων χωρίς ουδέ αυτό τούτο, Εκκλησίαν είναι δυνατόν;»
[6]. Αγιου Γρηγοριου Παλαμα, Αναίρεσις γράμματος Ιγνατίου Αντιοχείας 3, εν Π. Χρηστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τομ. Β´, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 627.
[7]. Τμημα Ποιμαντικησ Και Κοινωνικησ Θεολογιασ Θεολογικησ Σχολησ Α.Π.Θ. και Εταιρεια Ορθοδοξων Σπουδων (οργανωταί), Οικουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Αίθουσα Τελετών Αριστοτελείου Πανεπιστη-μίου Θεσσαλονίκης, 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, Εκδόσεις «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 1029.
[8]. Σύναξη Ορθόδοξων Κληρικών και Μοναχών, Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού,

 

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης  Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ.

Advertisements