ΑΠΟΨΕΙΣ

Η ελευθερία του Θεού

Μητροπολίτης Φαναρίου Αγαθάγγελος, Γενικός Διευθυντής, της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος: Η ελευθερία του Θεού

Newsletter

   

Ο όρος «επανευαγγελισμός» νοιώθω ότι είναι ένα αγκάθι για την χριστιανική συνείδηση που προκαλεί την αυτοσυνειδησία μας και την αυτοκριτική μας.

Επανευαγγελιζόμαστε το Ευαγγέλιο που ξεχάσαμε ότι η Εκκλησία το διαφυλλάτει επάνω στην αγία Τράπεζα και το λιτανεύει για ασπασμό καταμεσίς του κυριακάτικου όρθρου, για να αναγγείλει την ζωή εκ Τάφου; Επανευαγγιζόμαστε κάτι η Κάποιον που λησμονήσαμε; Και τι είναι αυτό που αφήσαμε; Τι απωλέσαμε; Τι χάσαμε; Τι χάθηκε; Έρχεται στο νού μου η φράση του αγίου Ισαάκ του Σύρου, ότι η μεγαλύτερη αμαρτία του ανθρώπου είναι η αδιαφορία μας για τον Αναστημένο Χριστό.

Ο Χριστός προσκαλεί ελεύθερα τον κάθε άνθρωπο στην Εκκλησία, στη βιωματική εμπειρία της πασχάλιας χαράς και της πρόγευσης της Βασιλείας του Θεού. «Όστις θέλει… ακολουθείτω μοι». Η Εκκλησία δεν έχει, λοιπόν, να πείσει κανέναν. Άλλο πράγμα το ευρύ κοινό, άλλο πράγμα το να είσαι μέλος της Εκκλησίας, άλλο πράγμα οπαδός, άλλο πράγμα Σώμα Χριστού.

Εάν πιστεύεις, προσέρχεσαι εν ελευθερία και αγάπη, για να ζήσεις το μυστήριο της πίστης και της κοινωνίας με τον Θεό. Η σχέση με τον Θεό αφορά οντολογικά τον άνθρωπο. Είναι μια κίνηση εμπιστοσύνης, εναπόθεσης των ελπίδων και της δίψας μας για ζωή στην αγάπη του Θεού. Αυτός που μας χαρίζει εδώ και τώρα τόσον πλούτο ζωής, παρά τις δικές μας ψυχοσωματικές αντιστάσεις στην πραγματοποίηση της ζωής (τής όντως ζωής που είναι αγαπητική αυθυπέρβαση και κοινωνία). Αυτός μας έχει υποσχεθεί και το πλήρωμα της ζωής, την άμεση υιοθεσία, την πρόσωπο-μέ-πρόσωπο σχέση μαζί Του, όταν σβήσουν στο χώμα και οι έσχατες αντιστάσεις της ανταρσίας μας.

Η εσωτερικότητα η η πνευματική ζωή δέν έχει τό νόημα καί τό πλήρωμά της «εκ του ανθρώπου καί διά του ανθρώπου». Δέν τρέφεται καί δέν αυξάνεται μέ ιδεολογίες η διανοητικά κατασκευάσματα. Δέν σχετίζεται μέ θεωρίες η ορθολογικά συστήματα. Το μυστήριο της Σύναξης, που αποκαλύπτει και εκφράζει το είναι της Εκκλησίας, δεν δύναται να κατανοηθεί από τον πλαστό δυτικό ορθολογισμό του κόσμου. Η πνευματική ζωή δεν είναι κάποια αφηρημένη έννοια, μία θεωρητική ιδεολογία η έστω ιδέα ενός απροσδιορίστου σπιριτουαλισμού1. Αντιθέτως θα την περιγράφαμε ίσως την «χειροπιαστή» εκκλησιαστική χριστιανική ζωή εμποτισμένη από την χάρη του αγίου Πνεύματος «τού εκ του Πατρός εκπορευομένου και εν Υιώ αναπαυομένου»2.

Όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής επικεντρώνεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος καλείται «νά πλησιάσει στον Θεό και να ενωθεί με Αυτόν». Η ένωση αυτή χαρακτηρίζεται ως η «ακρότης» της πνευματικής ζωής και της χριστιανικής τελειότητας. Η πραγμάτωση όμως της ένωσης Θεού και ανθρώπου δεν αποτελεί ένα φιλοσοφικό θεωρητικό επίτευγμα ούτε διαδραματίζεται σε ένα μη υπαρκτό χώρο.

Πολλώ δε μάλλον ως πνευματική ζωή δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κάποια ατομική προσπάθεια εγκλεισμένη και περιορισμένη στον προσωπικό κόσμο του ανθρώπου η μία αποσπασματική και αποκομένη από το σώμα της Εκκλησίας εσωτερική ασκητική προσπάθεια. Δεν θα μπορούσε φυσικά η πνευματική ζωή να χαρακτηρισθεί ως μία μορφή «πελαγιανής» ηθικολογίας, κατά την οποία το άτομο αγωνίζεται για την ηθική του τελειότητα περιορισμένος στις δικές του έμφυτες ικανότητες. Παράλληλα στην πνευματική ζωή δεν υφί-σταται κάποια μαγική η μηχανική θέωση, όπου ο άνθρωπος την αποδέχεται παθητικά3.

Όλα αυτά που συμβαίνουν στην εποχή μας θέτουν και πάλι μέσα από νέες προκλήσεις, που δοκιμάζουν την αυθεντικότητα της εκκλησιαστικής μας αυτοσυνειδησίας, το ζήτημα της σχέσης Θεού και ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της εκκλησιαστικής ζωής είναι η εκκοσμίκευση. Ο εκκοσμικευμένος άνθρωπος περιορίζει την θρησκεία σ’ ένα κομμάτι της ζωής του, ανεξάρτητο η χαλαρά συνδεδεμένο με τα υπόλοιπα. Γι’ αυτόν ο ορατός κόσμος αποτελεί το φυσικό πεδίο της ζωής και η θρησκεία αποτελεί το μέσο της επικοινωνίας με το υπερφυσικό.

Στην εκκοσμικευμένη κοινωνία ο τρόπος ζωής μπορεί μέν να περιλαμβάνει την θρησκεία, η φιλοσοφία της ζωής όμως την αποκλείει. Η εκκοσμικευμένη αντίληψη του κόσμου έχει ταυτισθεί, κατά κάποιον τρόπο, με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Στην εκκοσμικευμένη αντίληψη των ανθρώπων ο κόσμος δεν αποτελεί μυστήριο, δεν αποτελεί μία θεοφάνεια, ένα μέσο αποκάλυψης της παρουσίας και της δύναμης του Θεού. Αντίθετα αποτελεί το πεδίο δράσης των ανθρώπων και γι’ αυτό διέπεται από δικούς του νόμους και αρχές.

Το θέμα είναι ουσιαστικό, θεολογικά μεγάλο και θα μας απασχολήσει στο άμεσο μέλλον, στην εσχατολογική μας πορεία, καθότι η πίστη στην αιώνια ζωή δεν είναι μια ιδεολογική βεβαιότητα. Δεν κατοχυρώνεται με επιχειρήματα. Είναι μια κίνηση εμπιστοσύνης, εναπόθεσης των ελπίδων και της δίψας μας για ζωή στην αγάπη του Θεού.

Το πόσο το θέμα είναι ουσιαστικό καταδεικνύεται από το γεγονός μιάς τάσης για υποτίμηση των Μυστηρίων και αναγωγή τους σε ρουτίνα της ζωής του χριστιανού4, μέχρι του σημείου που είτε χάνουν το πραγματικό νόημά τους είτε λαμβάνουν μαγικό η ψιλό χαρακτήρα με ματαιόδοξες και κενόδοξες κοινωνικές προεκτάσεις της αστικής μας ιδεολογίας και μικροαστικής μας νοοτροπίας, αποκομμένα από την ευχαριστιακή κεντροθετημένη πνευματικότητα5. Όπου όμως λείπει ο Χριστός εκεί οι ορθοί λογισμοί διαφθείρονται και διαστρέφονται6.

Η κένωση των εκκλησιαστικών μυστηρίων είναι το πιό αποκαρδιωτικό φαινόμενο της εκκλησιαστικής μας ζωής7.

Έτσι τα Μυστήρια της Εκκλησίας υποτάσσονται στην κτιστή θέληση, το ίδιον θέλημα και τα δοκούντα επιτηδεύματα. Και από εδώ ξεκινά ο αγώνας, οι δυσερμηνείες, τα θέματα, τα ποιμαντικά προβλήματα. Πως θα εξηγήσουμε στον κόσμο ότι άλλο το Μυστήριο του Βαπτίσματος και άλλο η πολιτική ονοματοδοσία; Άλλο το μυστήριο του γάμου και άλλο η δικανική έννοια του συμφώνου συμβίωσης; Άλλο η χριστιανική οικογένεια και άλλο η καλλιεργούμενη μορφή ε ναλλακτικής οικογένειας;

Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη να υποκαταστήσει και να αντικαταστήσει την έννοια της μητρότητας και της πατρότητας, τάση επιβαλλόμενη από εξουσιαστικές διαθέσεις και αντιλήψεις, ενάντια όχι μόνο στον Ευαγγελικό λόγο, αλλά στην φυσική τάξη, τις απροσδόκητες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις των παιδιών, την ψυχική τους ισορροπία, την κεφαλαιώδη έννοια των προτύπων; Ποιος θα μετρήσει άραγε τις συνέπειες και θα θεραπεύσει τις πληγές μιάς ζωής χωρίς Θεό η μιάς ζωής που προσαρμόζει την διδασκαλία του Ευαγγελίου στο δικό μας θέλημα;


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ορθόδοξος πνευματική ζωή, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίνη 1994, σελ. 22-23, και Stanley Harakas, Spirituality: East and West, στο The Legacy of St. Vladimir: Byzantium, Russia, America. Papers presented at a Symposium commemorating the Fifteenth Anniversary of St. Vladimir’s Orthodox Theological Seminary, εκδ. St. Vladimir Seminary Press, Crestwood 1990, σελ. 179-181. Ο Γέροντας Σωφρόνιος λέγει : «Κάποτε η “πνευματικότητα” είναι περιττή για τους ανθρώπους», Αγώνας θεογνωσίας, εκδ. Ι. Μ. Τιίου Προδρόου, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σελ. 203. Ομοίως ο Μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας τονίζει ότι «no “spirituality” is healthy and truly Christian unless it is constantly dependent on the event of ecclesial communion». Being as Communion, εκδ. St. Vla-dimir’s Seminary Press, Crestwood 1993, σελ. 131.
2. Από τα Ανοιξαντάρια.
3. Αν και η προσωπική άσκηση είναι αναπόσπαστο μέρος της πνευματικής ζωής, θα πρέπει να σημειώσουε ότι ως μέλος της Εκκλησίας ο άνθρωπος δεν θεωρείται ως μία αυτόνομη εξατομικευμένη οντότητα, αλλά είναι εν κοινωνία με τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας. Αυτό συμβαίνει κυρίως μεσω της συμμετοχής του στην μυστηριακή και λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, ακόμη και εάν εφησυχάζει στην πιό απομακρυσμένη έρημο. Σε αυτό το πλαίσιο λαμβάνει χώρα η πνευματική ζωή: «Στα Μυστήρια, και ιδιαίτερα στην θεία Ευχαριστία, προσφέρεται η καταπληκτική δυνατότητα για μοναδική και αληθινή ενότητα των ανθρώπων», Ανέστη Κεσελόπουλου, Η μοναξιά ως υπαρξιακό και ποιμαντικό πρόβλημα», Προτάσεις ποιμαντικής θεολογίας, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 304.
4. Βλ. Ioannis M. Phountoulis, «Nicodemo l᾿ Aghiorita e la Teologia Liturgica», Nicodemo l᾿ Aghiorita e la Filocalia, σσ. 184185. Βλ. επίσης, Πρωτ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη, «Ο Άγιος Νικόδηος ο Αγιορείτης ως λειτουργιολόγος», Πρακτικά Α’ επιστημονικού συνεδρίου, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, τ. Β΄, σελ. 333.
5. «The entire Hesychastic tradition places immense importance on the Eucharist. The champions of Hesychasm on Mt. Athos in the late eighteenth and early nineteenth centuries (among them, St. Nicodemos the Hagiorite) were actively involved in a return to a Eucharisticcentered spirituality and the precepts preached by the Hesychasts in the fourteenth century», Archbishop Chrysostomos, A Guide to Orthodox Psychotherapy, εκδ. University Press of America, Inc., Lanham 2007, σελ. 93.
6. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Άπαντα τα ευρισκόμενα, σελ. 97.
7. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Ορθόδοξη Πνευματικότητα, εκδ. Ακρίτας, σελ. 262.

orthodoxia.online→