Είναι φανερό σε όλους, όσοι έχουν κάποια ηλικία ότι, οι εποχές που οι Έλληνες ήταν περισσότερο συνειδητά κοντά στη Εκκλησία, έχουν περάσει. Οι λαίλαπες των υλιστικών ιδεολογιών με μπροστάρηδες τον καταναλωτισμό, το φαγοπότι, την απόλαυση των σαρκικών ηδονών, την άνεση, την αθεία, τον μηδενισμό, έχουν αλλοιώσει την Ελληνική κοινωνία. Οι Έλληνες, για πολλούς αιώνες, ήταν διαποτισμένοι με υψηλά ιδανικά, στήριζαν τη ζωή τους σε διαχρονικές αξίες. Τα τελευταία 2.000 χρόνια είχαν εμπιστευτεί τον εαυτό τους, τις οικογένειές τους, τα χωριά τους, τα έθιμά τους, την πατρίδα τους, στον Ιησού Χριστό.
Ίσως οι νεότεροι δεν μπορούν, ούτε στο ελάχιστο, να φανταστούν, πως ήταν η ζωή πριν πενήντα – εξήντα χρόνια.
Μερίδιο ευθύνης έχουν όλοι εκείνοι, οι οποίοι μεταστοιχείωσαν τα ιδανικά και τις αξίες και την πίστη στο Χριστό σε μία τυπικότητα και ένα καθωσπρεπισμό, και έτσι έχασαν την δύναμή τους. Δυστυχώς χτυπήθηκε ανηλεώς, από «μορφωμένους» αμοραλιστές και άθεους, από σκοτεινές σατανικές δυνάμεις, η ηθικοπνευματική ιδιοπροσωπία του Ελληνικού λαού. Ακόμη η εισόρμηση του δυτικού τρόπου ζωής και κουλτούρας, με τη μουσική, το τραγούδι, το θέαμα, τη μόδα, το ντύσιμο και τη διασκέδαση, ισοπέδωσε την ελληνική ιδιαιτερότητα.
Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω στην αγάπη σας, όσο είναι δυνατόν, τι έχει χαθεί από τις προηγούμενες γενεές, για να δούμε όλοι, κι εμείς που τα ζήσαμε και εκείνοι που δεν τα πρόλαβαν, πόσο μεγάλος και πολύτιμος ήταν ο θησαυρός που κουβαλούσαν οι πρόγονοί μας από γενεά σε γενά. Ο θησαυρός αυτός με δύο λόγια, ήταν οι αρετές αυτών των ανθρώπων.
Πρωτ’ από όλα ήταν οι θρησκευτικές αρετές. Είχαν μία απλή πίστη στον Άγιο Τριαδικό Θεό και στον Κύριο Ιησού Χριστό, στην Παναγία μας και σ’ όλους τους Αγίους. Δεν παρέλειπαν τον εκκλησιασμό της Κυριακής και των μεγάλων εορτών. Δεν απουσίαζαν από κανένα θρησκευτικό πανηγύρι, μεταφορά αγίων εικόνων ή λειψάνων, λιτανίες. Στο σπίτι οι νοικοκυρές και τα κορίτσια άναβαν το καντήλι, θυμίαζαν τις εικόνες, ζύμωναν τις λειτουργιές, έπλαθαν το κερί και το θυμίαμα, έρραβαν τα καλύμματα της αγίας τράπεζας, πρόθυμα ασχολούνταν με τον καθαρισμό και την ευπρέπεια των Ιερών Ναών, άναβαν τα καντήλια, αγρυπνούσαν στους Ναούς και άλλα πολλά. Η νηστεία ήταν απαραίτητη μαζί και η προσευχή και οι παρακλήσεις.
Αυτή η θρησκευτική ζωή είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του νού και της καρδιάς, και γενικά του όλου τρόπου της ζωής. Υπήρχε ο σεβασμός προς τους γονείς, τους προγόνους, τους συγγενείς, τους αναδόχους, τους ιερείς, τους άρχοντες, τους δασκάλους και κάθε υψηλότερο ιεραρχικά. Υπήρχε η ντροπαλότητα των κοριτσιών, η αγνότητα, η παρθενικότητα, ο σεβασμός και η αξιοπρεπής στάση των αγοριών προς τα κορίτσια. Υπήρχε ο ευλογημένος και αδιάλυτος γάμος, η πολυτεκνία, η απουσία των εκτρώσεων, οι υιοθεσίες, ο θηλασμός και άλλων βρεφών εκτός από τα δικά τους. Υπήρχε η αρχοντιά, η τιμιότητα, το «καθαρό μέτωπο», η ντροπή, ο σεβασμός στο «στεφάνι», η υπομονή, η ταπεινοφροσύνη, η φιλοξενία και η ελεημοσύνη, η εργατικότητα και η βοήθεια του κάθε ανήμπορου καθώς και η προσωπική εργασία στα κοινά της τοπικής κοινωνίας.
Άλλες αρετές ήταν η αγάπη στην πατρίδα, η ανδρεία, η αυτοθυσία, το θάρρος, η υπεράσπιση του αδυνάτου. Στις δοσοληψίες υπήρχε γενικώς εμπιστοσύνη, η υπόσχεση χωρίς αθέτηση, ο λόγος ήταν συμβόλαιο, η βεβαιότητα και η σιγουριά.
Μαζί με όλα αυτά υπήρχαν και οι αρετές της λιτότητας, της οικονομίας και της αυτάρκειας. Η σύνεση και η σοφία του μέτρου, έλεγαν: «Άπλωσε τα πόδια σου μέχρις εκεί που φθάνει το πάπλωμα». Δεν σπαταλούσαν, τιμούσαν αυτό που είχαν, επειδή το είχαν με τον κόπο και τον ιδρώτα τους.
Ήταν οι χαρούμενοι άνθρωποι. Παντού όπου πήγαιναν, είχαν το τραγούδι στο στόμα τους. Είτε στη δουλειά, είτε στην πεζοπορία, είτε στην συγκομιδή των καρπών, στο θέρο, στον τρύγο, στο βόσκημα των προβάτων, στο άρμεγμα, στο κούρεμα, στα νυχτέρια, στα βαμβάκια, στα καπνά, στο πλέξιμο, στο κέντημα, στο γνέσιμο, στον αργαλιό, παντού.
Κουραστική η ζωή τους. Είχαν και τις χαρές και τα γλέντια τους, όχι όμως κάθε μέρα, κάθε βράδυ. Στούς γάμους, στα βαφτίσια, στις μεγάλες γιορτές, στα πανηγύρια. Όλα με μέτρο και σεβασμό.
Ζούσαν χωρίς άγχος, δεν αγωνιούσαν, είχαν πίστη στο Χριστό, ήταν δεμένοι ως κοινωνία, υπήρχε η αλληλοβοήθεια. Στο στόμα τους ήταν, «πρώτα ο Θεός», «αν θέλει ο Θεός», «όπως θέλει ο Θεός», «δόξα τω Θεώ».
Αυτή η ζωή, αυτές οι κοινωνίες, αγαπητοί μου, μας έχουν λείψει. Κάποιοι μας ζήλεψαν, μας φθόνησαν, μας βάσκαναν, μας πλάνεψαν. Απομακρυνθήκαμε από τον Θεό, από τον λόγο Του και τις αιώνιες αξίες.
Αν πλησιάσουμε τον Κύριο Ιησού Χριστό και την Εκκλησία του, θα ζήσουμε και πάλι όμορφες, ανθρώπινες, άγιες εποχές.
Με πόθο και ελπίδα για το καλύτερο.
ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Λ. Βασιλείου